- πυρπολούμαι
- πυρπολούμαι, πυρπολήθηκα, πυρπολημένος βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
πυρπολοῦμαι — πυρπολέω light and keep up a fire pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπυρίζω — ἐμπυρίζω (AM) 1. εμπυρεύω, πυρπολώ, καίω 2. (αμτβ.) καίγομαι, φλέγομαι, πυρπολούμαι 3. μέσ. εμπυρίζομαι παίρνω φωτιά, αναφλέγομαι … Dictionary of Greek
εποπτώ — ἐποπτῶ, άω (Α) 1. ψήνω («ἄρτους ἐποπτᾷ», Πλούτ.) 2. ψήνω την επιφάνεια, από πάνω 3. παθ. ἐποπτῶμαι, άομαι καίγομαι, πυρπολούμαι 4. (σε λογοπαίγνιο) επιτηρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οπώ «ψήνω» (< οπτός «ψητός»)] … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek
πυρπολώ — πυρπολῶ, έω, ΝΜΑ βάζω φωτιά σε κάποιον ή σε κάτι και τον καταστρέφω εντελώς, απανθρακώνω (α. «ο ψυχασθενής πυρπόλησε με πετρέλαιο τη γυναίκα του» β. «τὶς ἡμῶν πυρπολεῑ τὴν οἰκείαν;», Αριστοφ.) αρχ. 1. ανάβω φωτιά και τη διατηρώ 2. επιτίθεμαι… … Dictionary of Greek